προχωρητικός

προχωρητικός
προ-χωρητικός, ή, όν, zum Fortschreiten, zum Fortgange od. zum Gedeihen gehörig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προχωρητικός — ή, ό / προχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προχωρῶ] νεοελλ. φρ. «προχωρητική συλλογιστική σειρά» η σειρά που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο προς την ακολουθία μσν. αρχ. (για λόγο) προφορικός …   Dictionary of Greek

  • προχωρητικόν — προχωρητικός masc acc sg προχωρητικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθετικός — ή, ό / προσθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προστίθημι] ο κατάλληλος για πρόσθεση, αυτός που συντελεί στην πρόσθεση («προσθετική μηχανή») νεοελλ. φρ. α) «προσθετική ομάδα» (βιοχ.) το μη πρωτεϊνικό τμήμα τού μορίου τών ετεροπρωτεϊνών, που αποχωρίζεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”